-
1 λεπρών
λέπραleprosy: fem gen plλεπράωhave: pres part act masc voc sgλεπράωhave: pres part act neut nom /voc /acc sgλεπράωhave: pres part act masc nom sg (attic epic ionic)λεπράωhave: pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)λεπρόςscaly: fem gen plλεπρόςscaly: masc /neut gen pl -
2 λεπρῶν
λέπραleprosy: fem gen plλεπράωhave: pres part act masc voc sgλεπράωhave: pres part act neut nom /voc /acc sgλεπράωhave: pres part act masc nom sg (attic epic ionic)λεπράωhave: pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)λεπρόςscaly: fem gen plλεπρόςscaly: masc /neut gen pl -
3 λεπρός
A scaly, scabby, rough, of places, cj. Coraës in Hp.Aër.13, 24, etc.; soβουνὸς λ. Schwyzer 289.169
(Priene, ii B.C.);ἀκταὶ λ. Lyc.642
; Λ. ἀκτή as pr.n., Hippon.47.II leprous, Thphr.CP2.6.4, LXX Le.13.44: as Subst., leper, Ev.Marc.1.40, etc.; λ. ὄνυχες, prob. psoriasis unguium, Hp.Liqu.4, Dsc.2.114; τὸ λ., = λέπρα, ἡ, LXX 4 Ki.5.11; ἱμάντας ἐκ λεπρῶν (sc. δερμάτων, for the toughest leather, acc. to Sch., was supposed to be made of mangy skins) Ar.Ach. 724 (but Sch. prefers ἐκ Λεπρῶν, pr. n. of a Tannery outside the walls);λ. βαυβών Herod. 6.36
. -
4 λεπρός
λεπρός (von λέπος, schuppig, mit Schuppen bedeckt), rauh, übh. auf der Oberfläche uneben, im Ggstz von λεῖος; von Oertern, wie Bergen, Hippocr.; ἀκταί Lycophr. 642; πέτραι Opp. Hal. 3, 340; bes. von der Haut, mit Ausschlag, Aussatz behaftet, Theophr. – Bei Ar. Ach. 724 ἱμάντες ἐκ λεπρῶν, ist neben der Herleitung von der Stadt Λέπρεος eine komische Anspielung auf λέπειν 8 = τύπτειν, Schol.) od. auf einen Ort außerhalb der Stadt, wo Gerbereien waren, Schol.
-
5 Λεπροι
οἱ Лепры (предполож. поселок вне городской черты Афин, населенный кожевниками)οἱ ἱμάντες ἐκ Λεπρῶν Arph. — лепрейские ремни или кнуты
-
6 λεπρός
λεπρός (von λέπος, schuppig, mit Schuppen bedeckt), rauh, übh. auf der Oberfläche uneben, im Ggstz von λεῖος; von Örtern, wie Bergen; bes. von der Haut, mit Ausschlag, Aussatz behaftet; ἱμάντες ἐκ λεπρῶν, ist neben der Herleitung von der Stadt Λέπρεος eine komische Anspielung auf λέπειν = τύπτειν od. auf einen Ort außerhalb der Stadt, wo Gerbereien waren
См. также в других словарях:
λεπρῶν — λέπρα leprosy fem gen pl λεπράω have pres part act masc voc sg λεπράω have pres part act neut nom/voc/acc sg λεπράω have pres part act masc nom sg (attic epic ionic) λεπράω have pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) λεπρός scaly fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
OPSONOMI — Graece Ο᾿ψονόμοι, olim in Rep. Atheniensi, dicti erant duo sive tres, qui e Senatu eligebantur, ut Fori piscarii haberent curam, darentque operam, ut Leges Piscariis latae observarentur. Eorum meminit Sophilus apud Athenaeum l. 6. τὸ δὲ ἔθος… … Hofmann J. Lexicon universale
αλφός — ο (Α ἀλφός) (λέγεται για το χρώμα τού προσώπου τών λεπρών) λευκός, υπόλευκος ή αυτός που έχει λευκές κηλίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλφὸς συνδέεται πιθ. ετυμολογικά με την ΙΕ ρίζα *al «λευκός, στιλπνός» και είναι συγγενής με τα λατ. albus, ουμβρ. alfu.… … Dictionary of Greek
ζωτικός — I (14ος αι.). Ζωγράφος και καλλιγράφος. Το έργο του Μηνιαίο βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του πατριαρχείου της Αλεξανδρείας, κώδικας αρ. 435. II Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ζ. ο μάρτυς. Βλ. λ. Μάρτυρες δέκα εν Κρήτη. 2. Ζ. ο μάρτυς.… … Dictionary of Greek
ιπποτισμός — Χαρακτηριστικός μεσαιωνικός θεσμός της φεουδαρχικής κοινωνίας. Από τα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας, η λέξη ιππότες (ιππείς) υποδήλωνε συνήθως τους έφιππους στρατιώτες και τα μέλη μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης, επειδή όσοι υπηρετούσαν… … Dictionary of Greek
λεπροκομείο — το ιατρ. νοσοκομειακό ίδρυμα για την απομόνωση και θεραπεία τών λεπρών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο τ. λεπροκομεῖον, μαρτυρείται από το 1860 στον Ιω. Δεκιγάλλα] … Dictionary of Greek
υγιεινή — (Ιατρ.). Κλάδος της ιατρικής, που μελετά αφενός τα αίτια των νόσων και τις μεθόδους καταπολέμησής τους, και αφετέρου τα μέσα που πρέπει να ληφθούν για να ενισχυθεί η άμυνα του οργανισμού κατά των νοσογόνων παραγόντων. Οι επιστημονικές βάσεις της… … Dictionary of Greek
Άμποτ, Γουλιέλμος — Αστροφυσικός, καθηγητής πανεπιστημίου και λογοτέχνης. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1906. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (φυσική και αστρονομία) και μετεκπαιδεύτηκε στην αστροφυσική σε πανεπιστήμια του εξωτερικού (Μίσιγκαν, Αλάσκα, Παρίσι), ενώ… … Dictionary of Greek
Καλυδώνα — Ακατοίκητη νησίδα στο Κρητικό πέλαγος. Βρίσκεται κοντά στη βόρεια ακτή της ανατολικής Κρήτης, στη δυτική πλευρά του κόλπου Μιραμπέλλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Νικολάου του νομού Λασιθίου. Η παλαιότερη ονομασία της ήταν Σπιναλόγκα.… … Dictionary of Greek
λέπρα ή νόσος του Χάνσεν — Λοιμώδες μεταδοτικό νόσημα το οποίο οφείλεται σε ένα μικρόβιο που ταυτοποίησε ο Νορβηγός γιατρός Γκέρχαρντ Χένρικ Αρμάουερ Χάνσεν (1841 1912) το 1874, το μυκοβακτηρίδιο της λ. (Mycobacterium leprae). Αυτό είναι παρόμοιο με το μυκοβακτηρίδιο της… … Dictionary of Greek
Σπιναλόγκα — Μικρό νησί της Κρήτης στη δυτική ακτή του κόλπου του Μιραμπέλλου, γνωστό σήμερα και με το όνομα Καλυδών. Οι Βενετσιάνοι έχτισαν εκεί το 1579, ένα ισχυρότατο φρούριο για την ασφάλεια του λιμανιού της Ελούντας. Στα παλιότερα βενετσιάνικα έγγραφα… … Dictionary of Greek